.
Σοῦ γράφω γεμάτη τρόμο μέσα ἀπό μιά στοά
νυχτερινή
φωτισμένη ἀπό μίαν ἐλάχιστη λάμπα σα δαχτυλίθρα
ἕνα βαγόνι περνάει ἀπό πάνω μου προσεχτικά
ψάχνει τίς ἀποστάσεις του μή μέ χτυπήσει
ἐγώ πάλι ἄλλοτε κάνω πῶς κοιμᾶμαι ἄλλοτε
πῶς μαντάρω ἕνα ζευγάρι κάλτσες παλιές
γιατί ἔχουν ὅλα γύρω μου παράξενα παλιώσει
Στό σπίτι
χτές
καθώς ἄνοιξα τή ντουλάπα ἔσβησε γίνηκε
σκόνη μ᾿ ὅλα τά ροῦχα της μαζί
τά πιάτα σπάζουν μόλις κανείς τ᾿ ἀγγίξει
φοβᾶμαι κι ἔχω κρύψει τά πηρούνια καί τά
μαχαίρια
τά μαλλιά μου ἔχουν γίνει κάτι σὰ στουπὶ
τό στόμα μου ἄσπρισε καί μέ πονάει
τά χέρια μου εἶναι πέτρινα
τά πόδια μου εἶναι ξύλινα
μέ τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρά παιδιά
δέν ξέρω πῶς γίνηκε καί μέ φωνάζουν μ ά ν α
Θέλησα νά σοῦ γράψω γιά τίς παλιές μας τίς χαρές
ὅμως ἔχω ξεχάσει νά γράφω γιά πράγματα
χαρούμενα
Νά μέ θυμᾶσαι
~Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη, εκδ. κέδρος 1977~
Photo: via google
Reblogged this on To Koskino.