ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΠΟΥ ΕΓΡΑΦΕ

Κριτικό σημείωμα του Παναγιώτη Βούζη

Στη συλλογή της Στέλλας Δούμου Το άλογο που έγραφε επισημαίνεται εκ νέου μία αλήθεια, η οποία αφήνεται συχνά αναξιοποίητη: ότι η ποίηση είναι πρώτιστα προχωρητική κίνηση του λόγου, προσαρμοζόμενη σε ένα ή περισσότερα μορφικά μοτίβα, τα οποία ισοδυναμούν με ρυθμικά μοντέλα. Επισημαίνεται και μία άλλη αλήθεια: ότι η ποίηση συνιστά μία γλώσσα παρακείμενη στην κοινή γλώσσα, καθώς συνάπτει μαζί της μία σχέση προσέγγισης και, ταυτόχρονα, αποστασιοποίησης. Οι δύο προηγούμενες αρχές εφαρμόζονται ήδη στα πρώτα έργα της ελληνικής λογοτεχνίας, τα ομηρικά έπη. Εκεί ο λόγος ξετυλίγεται σε ατελείωτες σειρές στίχων, ενώ συμμορφώνεται προς τα ρυθμικά σχήματα του δακτυλικού εξαμέτρου. Το στιλ, μάλιστα, της ομηρικής σύνθεσης χαρακτηρίζεται ως «προσθετικό», αφού τον βασικό ρόλο, για την αρτίωση του εκάστοτε στίχου και την περαιτέρω εξακολούθηση, έχει η διαδοχική παρατακτική συμπλήρωση. Πρόκειται για μία αδιάκοπη συνέχιση, η οποία εξασφαλίζεται χάρη στη διαρκή λεκτική προσαύξηση. Από την άλλη, η ομηρική γλώσσα αντιπροσωπεύει μία Kunstsprache, ένα τεχνητό ιδίωμα δημιουργημένο και εξελιγμένο ειδικά για το έπος, το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ στις ομιλίες ή τους διαλόγους της αρχαϊκής καθημερινότητας. Οι δύο αυτές αρχές, ότι η ποίηση είναι προχωρητική κίνηση του λόγου με καθορισμένη μορφή και ότι αποτελεί μία γλώσσα που παράκειται στην κοινή γλώσσα, υιοθετήθηκαν από την avant-garde, ιδιαίτερα από τον Υπερρεαλισμό και τον Γλωσσοκεντρισμό (language centered Poetry), οι οποίοι πριμοδότησαν την παρατακτική ανάπτυξη των μορφικών μοτίβων ενός ρηξικέλευθου λόγου. Έτσι στο Άλογο που έγραφε ανοίγεται ένα δίκτυο ανταποκρίσεων τόσο με τα ομηρικά έπη όσο και με τα συγκεκριμένα ρεύματα της πρωτοπορίας, κυρίως με τον Υπερρεαλισμό.

Η Στέλλα Δούμου ανήκει στη σπάνια κατηγορία των ποιητών, οι οποίοι μεταβάλλουν εξακολουθητικά την τεχνική τους. Κατά συνέπεια, σε σχέση με την προηγούμενη συλλογή της, το Χρονορυχείο, στην προκείμενη, την τέταρτή της συλλογή, έχει επέλθει ξανά μία αλλαγή. Στο Χρονορυχείο, η αδιάπτωτη προχωρητική ώθηση στη γραφή παύει μόνο στο τέλος κάθε ποιήματος, ώστε δίνεται η εντύπωση πως αυτό προέκυψε από την ευρεία ανάπτυξη μίας μοναδικής περιόδου, η οποία χωρίστηκε, εκ των υστέρων, σε στίχους. Αντίθετα, στο Άλογο που έγραφε, η προχωρητική κίνηση του λόγου διεξάγεται με επάλληλες ενάρξεις, τόσες όσοι είναι και οι στίχοι στο εκάστοτε ποίημα.

Καρδιές αλόγων

Κι εκεί που η νύχτα αρέσκεται στη σωστή ώρα

–σ’ εκείνη δηλαδή που χώνει στα σχήματα το δόντι της–

Φυτρώνει στον τοίχο ένα χερούλι

Και τότε η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς

Περνούν ζωηρά ασθενοφόρα

Μαζεύουν αυτούς με τα κάρβουνα στα χέρια

Και τα ληγμένα κόκαλα

Τρένα ψυχρόαιμα δειπνούν ομίχλες

Κι ένα χιόνι άνευρο κυοφορεί μαύρους νάρκισσους

Εκεί και τότε είναι η στιγμή

Που λύνονται όλες μου οι απορίες

Ένα παιδί, σας λέω, με μάτια ιστορίας

Κάθεται οκλαδόν επάνω στο κεφάλι μου

Με διαβάζει ανυπεράσπιστη

Μου σπάει το σαγόνι από έρωτα

Έχοντας με τέχνη επινοήσει

Σε κάθε φράση σε κάθε ανάσα

Καρδιές αλόγων να βροντούν

Κι ευάλωτα λευκά μεσονυχτίου.

Στο πιο πάνω ποίημα καταστατικό στοιχείο συνιστά η ψευδοαφηγηματικότητα, δηλαδή η αφήγηση ενός προσχηματικού θέματος, της οποίας ο ρόλος είναι δομικός, αφού οργανώνει τους αυτοτελείς στίχους σε ενιαίο σύστημα. Κατ’ αρχάς, οι σύνδεσμοι και τα επιρρήματα («Κι εκεί», «Και τότε»,…), οι αντωνυμίες («που», «εκείνη»,…), η στίξη (οι παύλες), ο διαρθρωτικός στίχος («Εκεί και τότε είναι η στιγμή»), η αποστροφή σε β΄ πρόσωπο («σας λέω»), η μετοχική πρόταση («Έχοντας με τέχνη επινοήσει») και τα επιρρηματικά σύνολα («Σε κάθε φράση σε κάθε ανάσα») εξασφαλίζουν τη συνοχή. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η αφήγηση αφορά σε μία προσχηματική σκηνή, η οποία περιλαμβάνει τρεις ομόκεντρους κύκλους. Ο εξωτερικός αντιπροσωπεύει το νυχτερινό τοπίο, ο μεσαίος το σύμπλεγμα του ποιητικού υποκειμένου με ένα παιδί, ο εσωτερικός τον ήχο της καρδιάς του αλόγου, σε υπερθετική ένταση, και το λευκό χρώμα. Η σκηνή αντιστοιχεί σε μία διαδικασία προοδευτικά ασφυκτικής συσπειρώσεως, η οποία καταλήγει στην κραυγή και στην παθολογική εμπειρία της συναισθησίας.

Στη συγκεκριμένη συλλογή, λοιπόν, η ποιητική βασίζεται στους μεμονωμένους στίχους, οι οποίοι, χάρη στη ψευδοαφηγηματικότητα ή στη ψευδοπεριγραφή, οργανώνονται σε δομές. Επειδή όμως οι στίχοι διατηρούν την αυτοτέλειά τους, η διάχυση δεν περιορίζεται, ώστε προκύπτει ένα πολυεδρικό αποτέλεσμα, το οποίο ισοδυναμεί με τη δυνατότητα για μία πολυθεματική πραγμάτευση. Στο Χρονορυχείο η θεματολογία αφορούσε σε μία επιβαλλόμενη στους ανθρώπους –και γι’ αυτό καθολικευμένη– αντίληψη για τη ζωή: ότι η τελευταία συνιστά ένα άθροισμα από βιωμένες ή φανταστικές ήττες και από χαίνοντα ή κρυφά τραύματα του σώματος και της ψυχής, άθροισμα το οποίο, επιπλέον, συνδυάζεται με την παρακμή της φύσης και του κόσμου. Στο Άλογο που έγραφε, ενώ προβάλλεται ξανά η προηγούμενη αντίληψη, η θεματική γίνεται πιο αφηρημένη και εξπρεσιονιστική, με συνέπεια να οδηγείται στη διάλυση. Από την ίδια όμως αιτία, από την οποία προκαλείται η διάλυση, ανοίγεται, συγχρόνως, μία σημαντική προοπτική: η πολυσυλλεκτικότητα και η μεγάλη συσσώρευση στοιχείων, τις οποίες ευνοούν οι εφαρμοζόμενες εδώ τεχνικές, δρομολογούν μία πολυθεματική ποίηση. Πρόκειται για ένα μέσο αναχαίτισης της απόπειρας η οποία συντελείται σήμερα, από διάφορες εξουσίες, για την παγίωση, στο εξής, μίας μονοσήμαντης πραγματικότητας και, συνακόλουθα, ενός μονοδιάστατου συλλογικού υποκειμένου. Η Στέλλα Δούμου αποβλέπει σε μία τέχνη αναφερόμενη σε όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα και πρόσωπα, η οποία παρέχει τη δίοδο προς την πολύσημη πρόσληψη του κόσμου και προς την αυθεντική συλλογικότητα, την ακατάπαυστα βαλλόμενη αυτή την εποχή.  

Το παρόν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Καρυοθραύστις, Σεπ.2020, τεύχος 5          

Εισήγηση Ζαχαρία Στουφή για το Χρονορυχείο

 

.

Η ποιητική συλλογή «Χρονορυχείο» της Στέλλας Δούμου, είναι η τρίτη ποιητική παρουσία στα ελληνικά γράμματα. Πρόκειται για ένα βιβλίο που προκαλεί αίσθηση στον αναγνώστη από το εξώφυλλο και όχι από το σημείωμα του οπισθόφυλλου που πολλές φορές οι ποιητικές συλλογές επιχειρούν με αυτόν τον τρόπο να κερδίσουν την πρώτη εντύπωση. Το «Χρονορυχείο δεν έχει τέτοιο σημείωμα, αντ΄ αυτού διαθέτει ένα εξώφυλλο «παγίδα». Η ίδια η λέξη – τίτλος, αν δεν κάνω λάθος, είναι μια πρωτόπλαστη λέξη στην ελληνική γλώσσα που ούτε λίγο ούτε πολύ, μας προδιαθέτει ότι θα έρθουμε αντιμέτωποι με την διάνοιξη του ορυχείου για τον εντοπισμό της φλέβας του χρόνου. Κάτω από τον τίτλο του βιβλίου υπάρχει ένα ισόπλευρο τρίγωνο που αξιώνει το απόλυτο σχήμα. Με μια πρώτη ματιά το τρίγωνο αυτό φαίνεται μαύρο, αν το δούμε ποιο προσεχτικά όμως, θα δούμε ότι περιέχει την λεπτομέρεια φωτογραφίας ενός δέντρου. Στο κάτω μέρος του τριγώνου αυτού -στην βάση του-  υπάρχει ένα διάγραμμα από δεξιά προς τα αριστερά, που σταματάει λίγο πριν διαπεράσει την βάση του τριγώνου. Αν λοιπόν, επηρεασμένοι από τον τίτλο, θεωρήσουμε το τρίγωνο αυτό βουνό και το διάγραμμα που είναι κοντά στην βάση του, σχέδιο που μας δείχνει την διαδρομή και το βάθος του ορυχείου, τότε έχουμε την κυριολεκτική εικονοποίηση του τίτλου που μας προδιαθέτει γι΄ αυτό που θα συναντήσουμε στο βιβλίο.

Όλη η προσέγγιση του εξωφύλλου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και υπερβολική για κάποιον που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο. Όταν όμως ο αναγνώστης ολοκληρώσει την ανάγνωση και κλείσει το βιβλίο, τότε αντιλαμβάνεται ως αυτονόητα και ευρηματικά, τίτλο και σχέδιο που κοσμούν το εξώφυλλο. Από το πρώτο ποίημα αυτής της συλλογής, γίνεται ξεκάθαρο ότι, η χρονορύχος ποιήτρια, έχει εντοπίσει την χρονική φλέβα, πριν ακόμα αρχίσει την διάνοιξη του χρονορυχείου της. Το όρος χρόνος είναι πανύψηλο, δύσβατο και χαοτικό γι΄ αυτό το απόλυτο σχέδιο του ισόπλευρου τριγώνου, μπορεί μόνο να το χαρακτηρίσει, όχι να το απεικονίσει. Αυτό η ποιήτριά μας το γνωρίζει και γι΄ αυτό είναι λογική η ανάγκη της να θέλει να δει τι κρύβει στο εσωτερικό του το πιο άναρχο βουνό. Έτσι όπως από το πρώτο ποίημα διαφαίνεται ότι η ποιήτρια χτύπησε φλέβα, έτσι διαφαίνεται ότι τα ποιήματα αυτού του βιβλίου είναι τα «ημερολόγια» της διάνοιξης αυτού του ορυχείου.

Ποιες είναι οι συνθήκες που επικρατούν όμως μέσα στα σπλάχνα του χρονικού απροσπέλαστου βουνού; Σίγουρα όχι οι συνθήκες της ατμόσφαιρας, όπως συμβαίνει με κάθε ορυχείο άλλωστε. Μέσα στα σπλάχνα του χρόνου καταργούνται οι ιδιότητες και η χρηστότητα των πραγμάτων. Καταργούνται οι νόμοι της φυσικής μα και οι νόμοι της λογικής. Όλα συμβαίνουν στην πιο απόλυτη εκδοχή τους, γι΄ αυτό και το στοιχείο του σουρεαλισμού είναι αναπόφευκτα έντονο, όπως, και το Σαχτουρικό αλλόκοτο που εμφανίζεται θα έλεγα αναγκαστικά μέσα στα ποιήματα αυτά. Στα έγκατά του ο χρόνος είναι άχρονος και γι΄ αυτό η κάθε παράβαση, λογική και ηθική, είναι αφύσικο επακόλουθο.

Η χρονορύχος ποιήτρια, σε αυτά τα ημερολόγια διάνοιξης (που είναι τα ποιήματα αυτού του βιβλίου δηλαδή) μας συστήνει με την συμπυκνωμένη χρονικότητα της ύπαρξης μα και πέρα από αυτήν. Διαπιστώνουμε πως η ζωή και ο θάνατος, ο έρωτας και το πένθος, συνυπάρχουν στην ίδια ακριβός συνθήκη και πως η ευτυχία και η δυστυχία, δεν είναι παρά η διαιρεμένη μορφή της ύπαρξης. Μέσα σε ολόκληρο το βιβλίο, καμία αναφορά δεν γίνεται ούτε για εκσκαφή σήραγγας, ούτε για ημερολόγια ορυχείου, παρά μονάχα περιορίζεται στο εξώφυλλο, τίτλος και σχέδιο. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει με την ποίηση μιας και όλοι οι ποιητές, όποια και αν είναι η θεματική τους, υποκύπτουν στο καθεστώς του άχρονου χρόνου. Εκεί δηλαδή, που η ουσία των συναισθημάτων και των πραγμάτων είναι διακριτή και ασύλληπτη ταυτόχρονα. Με μία φράση: Η χαοτική απεικόνιση της πραγματικότητας.

Δεν θέλω και δεν μου αρέσει να στέκομαι σε επιμέρους ποιήματα, ούτε μου αρέσει να παραθέτω μεμονωμένους στοίχους ποιημάτων για τεκμηριώσω τα αυτονόητα. Ωστόσο, δεν μπορώ να αντισταθώ σε ένα εύρημα που προκύπτει και επιβεβαιώνεται παράλληλα, σε 7 από τα 23 ποιήματα αυτής της συλλογής. Στα ποιήματα, Αλλιώτικα κομμένος, Χρονορυχείο, Ασκήσεις βυθού, Πνευστοί τοίχοι, Ο φόνος, Σίγμα λόγου και το Θαύμα, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο στόμα. Επικρατεί το εσωτερικό του στόματος ακόμα και ως υποδοχή της εισπνοής και τόπος που συντελείται η δύσπνοια, μα κυρίως, γίνεται αναφορά στα δόντια. Στα άλλα ποιήματα αυτού του βιβλίου, υπάρχουν αναφορές και σε άλλα μέρη του σώματος, όπως για παράδειγμα στα χέρια. Όμως, τα άλλα μέλη, αναφέρονται ως αισθητήρια όργανα και όχι ως εργαλεία δράσης. Στα 7 ποιήματα που προανέφερα το στόμα λειτουργεί ξεκάθαρα ως εργαλείο δράσης, δηλαδή ενεργητικά. Παρόλ’ αυτά η ποιήτριά μας δεν αναφέρεται στην δράση του, παρά μόνο στις φθορές που έχει υποστεί από αυτήν. Συμπτώματα όπως η δυσκολία της αναπνοής στα πρόθυρα της δύσπνοιας μα κυρίως τα σπασμένα δόντια που μαρτυρούν ξεκάθαρα την κρούση τους με το σκληρό υλικό του συμπυκνωμένου χρόνου που τα κατέστρεψε.

Επιχειρώντας λοιπόν μια αποκωδικοποίηση των ποιημάτων που προέκυψαν από την διάνοιξη του προσωπικού της χρονορυχείου, προκύπτει ότι, η Στέλλα Δούμου, σαν σκαπτικό εργαλείο για την διάνοιξη του ορυχείου της, χρησιμοποίησε το στόμα. Ναι! Σαν ομότεχνος μπορώ κι εγώ να σας το επιβεβαιώσω. Οι ποιητές το πιο σκληρό πέτρωμα –τον χρόνο− τον σκάβουν με τα δόντια.

Αθηνά Τιτάκη, Χειρός μαντείες

Herbert Bayer, Things to Come, (1938)

.

Τι σου φταίνε τα χέρια κι οι γραμμές
σκύψε να χορτάσεις χαράδρες.
Η μοίρα είναι μια έξυπνη γριά
με όλα της τα δόντια
στρώνει το τσεμπέρι και βγαίνει για λάχανα
να φτιάξει την ώριμη πίτα.
Στο σπίτι της μαζεύονται οι νεότεροι
πίνουν τα γηρατειά στο ποτήρι
τα χαμόγελα δυσκολεύονται στις συζεύξεις
και τα ζωνάρια λύνονται
τον μουσαμά τον σκίζει ο αέρας
περνά και το κουνάβι πότε πότε απ’ το κοτέτσι.
Ήταν κι ο παντοπώλης με το τρίκυκλο
που αφαίρεσε κάποια χωριά από το δρομολόγιο.
Ανέχεια, είπε πως τα τάλιρα γλίστρησαν στις χαράδρες
κρεμάστηκαν στο γενεαλογικό δέντρο
και τέρμα τα δίφραγκα.

Art: Herbert Bayer, Things to Come, (1938)

Στέλλα Δούμου, Η σημαία

Maggie Siner

.

Εις το εύοσμον μπαλκόνιον η θεία η Αμερσούδα απλώνει μετά μουσικής τα λευκά της είδη, τα οποία σπαρταρούν στο ευχάριστο εωθινό αεράκι.

Γείτων τις, διάβαζε απορροφημένος, εις τον απέναντι προμαχώνα, ώσπου χτύπησε την ακοή του το πλατάγιασμα των αεριζομένων ρούχων. Έστρεψε το βλέμμα, απόμεινε λίγο ενεός και κατόπιν έβαλε τις φωνές..

─ Τι κάνετε εκεί αγαπητή;

─ Τι κάνω εδώ αγαπητέ; κελάηδησε η θεία με θαυμαστή αμεριμνησία.

─ Πώς αποτολμάτε να απλώνετε αυτά τα βρακιά σε κοινή θέα;

─ Δεν αντελήφθην αγαπητέ. Τι έχουν αι κυλόται μου; Αι σφεντόναι που απλώνει η κυρία σας είναι καλύτεραι;

─ Μα ακριβώς! Τα βρακιά σας είναι σαν σημαίες που θα μπορούσαν να σκεπάσουν ένα ολόκληρο τάγμα νεοσυλλέκτων.

─ Και γιατί νεοσυλλέκτων παρακαλώ; απόρησε η θεία

─ Και Βετεράνων, ΜΑΖΙ, θα μπορούσαν μα δεν είναι αυτό το θέμα μας!

─ Και ποιο είναι το θέμα μας αγαπητέ, δεν σας εννοώ.

─ Μα είναι ένα ενοχλητικό θέαμα κυρία μου δεν το αντιλαμβάνεσθε; Να κάθομαι εδώ αμέριμνος, να πίνω τον καφέ μου διαβάζοντας και αίφνης να καλύπτεται το οπτικό μου πεδίο απ’ το πεδίο των καλυμμάτων των οπισθίων σας. Τα οποία, επιπλέον, όταν ανεμίζουν προς το μέρος μου, νομίζω πως έρχεται το τέλος μου!

─ Αγαπητέ μου, θρασομανάτε ανεπίτρεπτα και θα σας πω μόνον τούτο: Στις λευκές ωσάν περιστέρες κυλότες μου, εδρεύει η παλόμα μπλάνκα της τιμής μου, θρασύτατε!  Ακούτε; Το τονίζω,  Μ-π-λ-ά-ν-κ-α!

─ Το ότι η τιμή σας παρέμεινε μπλάνκα ως τα τώρα δεν περιποιεί τιμή για σας κυρία μου! κάγχασε ο γείτονας. Αντιθέτως, σας απέκλεισε από τον κατάλογο των ευτυχισμένων γυναικών.

─ Το πεδίον της τιμής μου αγαπητέ, ουδέποτε υπήρξε κυτίον παραπόνων να αφήνει ο πάσα εις το κοντό του ή το μακρύ του, κατά κυριολεξίαν! Στο πεδίον τούτο έπεσαν πολλοί ένδοξοι και αλήστου μνήμης άνδρες, προκειμένου να το κατακτήσουν μα ουδείς το κατάφερε, ούτε καν ο Ερνέστος Δρολάπης, όστις υπήρξε τιμημένος με το μετάλλιον του Χελιού.

─ Το μετάλλιο του Χελιού; Τι σόι μετάλλιο Χελιού είναι αυτό, δεν το έχω ξανακούσει. Και επιπλέον, ποιος είναι αυτός ο Ερνέστος Δρολάπης δηλαδή που θα έπρεπε να συγκινηθώ;

─ Είστε αδαής αγαπητέ επί πολλών θεμάτων, αυτό δα το έχω παρατηρήσει προ πολλού, το πόσον αδαής είστε. Και ουχί μόνον αδαής, μα και κορνοφόρος, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης, αντέτεινε η θεία με δηλητηριώδη διάθεση.

Και συνέχισε απτόητη:

─ Ο Ερνέστος Δρολάπης, ανόητε, υπήρξε Ανώτατος Τελετάρχης της Αυλής και εμπνευστής της Καραλούμπας, του θρυλικού εκείνου χορού, που ξετρέλανε μέχρι και την βασιλομήτορα.. Ήτο σφόδρα ερωτευμένος μαζί μου επί μακρόν. Και δεν παρητήθη του σκοπού του να με κατακτήσει, έως ότου επαρέδωσε το πνεύμα. Ουδείς ευτύχησε να τον αντικαταστήσει!

─ Και δεν απορώ γιατί!! γκάριξε ο γείτονας, σηκώθηκε εκμανής και με μια ολωσδιόλου ακατανόητη κίνηση -κάτι σαν άτεχνη πιρουέτα γύρω από το εαυτό του- που τον έκανε να χάσει την ισορροπία του, κατέληξε εντέλει σε μια φιγούρα τέτοια, που έμοιαζε να χαιρετά –τρόπον τινά– κάποια σημαία. Και μια που απέναντί του σημαία δεν ανέμιζε, παρά μόνον αι κυλόται της θείας Αμερσούδας, η θεία θεώρησε πως για μια ακόμη φορά η αποστομωτική της ετοιμότητα έβαλε τα πάντα στη θέση τους.

Συνέχισε να απλώνει με ζηλευτή αυτοπεποίθηση τα ολόλευκα βρακιά της ενώ το αεράκι με στροβιλισμούς και τσαχπινιές πολλαπλασίαζε το σχήμα τους επί το απειλητικότερον για τους περιοίκους.

Και ίσως-ίσως για μερικούς απορημένους γλάρους..

Painting:Maggie Siner

.

.


Στέλλα Δούμου, Η σημαία

Ενύπνια Ψιχίων

 Elisabeth Baysset

Εις το εύοσμον μπαλκόνιον η θεία η Αμερσούδα απλώνει μετά μουσικής τα λευκά της είδη τα οποία σπαρταρούν στο ευχάριστο εωθινό αεράκι. Γείτων τις διάβαζε απορροφημένος, εις τον απέναντι προμαχώνα, ώσπου χτύπησε την ακοή του το πλατάγιασμα των αεριζομένων ρούχων. Έστρεψε το βλέμμα, απόμεινε λίγο ενεός και κατόπιν έβαλε τις φωνές.
─ Τι κάνετε εκεί, αγαπητή ;
─ Τι κάνω εδώ, αγαπητέ; κελάηδησε η θεία με θαυμαστή αμεριμνησία.
─ Πώς αποτολμάτε να απλώνετε αυτά τα βρακιά σε κοινή θέα;
─ Δεν αντελήφθην, αγαπητέ. Τι έχουν αι κυλόται μου; Αι σφεντόναι που απλώνει η κυρία σας είναι καλύτεραι;
─ Μα ακριβώς! Τα βρακιά σας είναι σαν σημαίες που μπορούν να σκεπάσουν ένα ολόκληρο τάγμα νεοσυλλέκτων.
─ Και γιατί νεοσυλλέκτων παρακαλώ; απόρησε η θεία
─ Και Βετεράνων, ΜΑΖΙ, θα μπορούσαν, μα δεν είναι αυτό το θέμα μας!
Elisabeth Baysset─ Και ποιο είναι το θέμα μας, αγαπητέ ; Δεν σας εννοώ.
─ Μα…

View original post 408 more words