ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΠΟΥ ΕΓΡΑΦΕ

Κριτικό σημείωμα του Παναγιώτη Βούζη

Στη συλλογή της Στέλλας Δούμου Το άλογο που έγραφε επισημαίνεται εκ νέου μία αλήθεια, η οποία αφήνεται συχνά αναξιοποίητη: ότι η ποίηση είναι πρώτιστα προχωρητική κίνηση του λόγου, προσαρμοζόμενη σε ένα ή περισσότερα μορφικά μοτίβα, τα οποία ισοδυναμούν με ρυθμικά μοντέλα. Επισημαίνεται και μία άλλη αλήθεια: ότι η ποίηση συνιστά μία γλώσσα παρακείμενη στην κοινή γλώσσα, καθώς συνάπτει μαζί της μία σχέση προσέγγισης και, ταυτόχρονα, αποστασιοποίησης. Οι δύο προηγούμενες αρχές εφαρμόζονται ήδη στα πρώτα έργα της ελληνικής λογοτεχνίας, τα ομηρικά έπη. Εκεί ο λόγος ξετυλίγεται σε ατελείωτες σειρές στίχων, ενώ συμμορφώνεται προς τα ρυθμικά σχήματα του δακτυλικού εξαμέτρου. Το στιλ, μάλιστα, της ομηρικής σύνθεσης χαρακτηρίζεται ως «προσθετικό», αφού τον βασικό ρόλο, για την αρτίωση του εκάστοτε στίχου και την περαιτέρω εξακολούθηση, έχει η διαδοχική παρατακτική συμπλήρωση. Πρόκειται για μία αδιάκοπη συνέχιση, η οποία εξασφαλίζεται χάρη στη διαρκή λεκτική προσαύξηση. Από την άλλη, η ομηρική γλώσσα αντιπροσωπεύει μία Kunstsprache, ένα τεχνητό ιδίωμα δημιουργημένο και εξελιγμένο ειδικά για το έπος, το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ στις ομιλίες ή τους διαλόγους της αρχαϊκής καθημερινότητας. Οι δύο αυτές αρχές, ότι η ποίηση είναι προχωρητική κίνηση του λόγου με καθορισμένη μορφή και ότι αποτελεί μία γλώσσα που παράκειται στην κοινή γλώσσα, υιοθετήθηκαν από την avant-garde, ιδιαίτερα από τον Υπερρεαλισμό και τον Γλωσσοκεντρισμό (language centered Poetry), οι οποίοι πριμοδότησαν την παρατακτική ανάπτυξη των μορφικών μοτίβων ενός ρηξικέλευθου λόγου. Έτσι στο Άλογο που έγραφε ανοίγεται ένα δίκτυο ανταποκρίσεων τόσο με τα ομηρικά έπη όσο και με τα συγκεκριμένα ρεύματα της πρωτοπορίας, κυρίως με τον Υπερρεαλισμό.

Η Στέλλα Δούμου ανήκει στη σπάνια κατηγορία των ποιητών, οι οποίοι μεταβάλλουν εξακολουθητικά την τεχνική τους. Κατά συνέπεια, σε σχέση με την προηγούμενη συλλογή της, το Χρονορυχείο, στην προκείμενη, την τέταρτή της συλλογή, έχει επέλθει ξανά μία αλλαγή. Στο Χρονορυχείο, η αδιάπτωτη προχωρητική ώθηση στη γραφή παύει μόνο στο τέλος κάθε ποιήματος, ώστε δίνεται η εντύπωση πως αυτό προέκυψε από την ευρεία ανάπτυξη μίας μοναδικής περιόδου, η οποία χωρίστηκε, εκ των υστέρων, σε στίχους. Αντίθετα, στο Άλογο που έγραφε, η προχωρητική κίνηση του λόγου διεξάγεται με επάλληλες ενάρξεις, τόσες όσοι είναι και οι στίχοι στο εκάστοτε ποίημα.

Καρδιές αλόγων

Κι εκεί που η νύχτα αρέσκεται στη σωστή ώρα

–σ’ εκείνη δηλαδή που χώνει στα σχήματα το δόντι της–

Φυτρώνει στον τοίχο ένα χερούλι

Και τότε η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς

Περνούν ζωηρά ασθενοφόρα

Μαζεύουν αυτούς με τα κάρβουνα στα χέρια

Και τα ληγμένα κόκαλα

Τρένα ψυχρόαιμα δειπνούν ομίχλες

Κι ένα χιόνι άνευρο κυοφορεί μαύρους νάρκισσους

Εκεί και τότε είναι η στιγμή

Που λύνονται όλες μου οι απορίες

Ένα παιδί, σας λέω, με μάτια ιστορίας

Κάθεται οκλαδόν επάνω στο κεφάλι μου

Με διαβάζει ανυπεράσπιστη

Μου σπάει το σαγόνι από έρωτα

Έχοντας με τέχνη επινοήσει

Σε κάθε φράση σε κάθε ανάσα

Καρδιές αλόγων να βροντούν

Κι ευάλωτα λευκά μεσονυχτίου.

Στο πιο πάνω ποίημα καταστατικό στοιχείο συνιστά η ψευδοαφηγηματικότητα, δηλαδή η αφήγηση ενός προσχηματικού θέματος, της οποίας ο ρόλος είναι δομικός, αφού οργανώνει τους αυτοτελείς στίχους σε ενιαίο σύστημα. Κατ’ αρχάς, οι σύνδεσμοι και τα επιρρήματα («Κι εκεί», «Και τότε»,…), οι αντωνυμίες («που», «εκείνη»,…), η στίξη (οι παύλες), ο διαρθρωτικός στίχος («Εκεί και τότε είναι η στιγμή»), η αποστροφή σε β΄ πρόσωπο («σας λέω»), η μετοχική πρόταση («Έχοντας με τέχνη επινοήσει») και τα επιρρηματικά σύνολα («Σε κάθε φράση σε κάθε ανάσα») εξασφαλίζουν τη συνοχή. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η αφήγηση αφορά σε μία προσχηματική σκηνή, η οποία περιλαμβάνει τρεις ομόκεντρους κύκλους. Ο εξωτερικός αντιπροσωπεύει το νυχτερινό τοπίο, ο μεσαίος το σύμπλεγμα του ποιητικού υποκειμένου με ένα παιδί, ο εσωτερικός τον ήχο της καρδιάς του αλόγου, σε υπερθετική ένταση, και το λευκό χρώμα. Η σκηνή αντιστοιχεί σε μία διαδικασία προοδευτικά ασφυκτικής συσπειρώσεως, η οποία καταλήγει στην κραυγή και στην παθολογική εμπειρία της συναισθησίας.

Στη συγκεκριμένη συλλογή, λοιπόν, η ποιητική βασίζεται στους μεμονωμένους στίχους, οι οποίοι, χάρη στη ψευδοαφηγηματικότητα ή στη ψευδοπεριγραφή, οργανώνονται σε δομές. Επειδή όμως οι στίχοι διατηρούν την αυτοτέλειά τους, η διάχυση δεν περιορίζεται, ώστε προκύπτει ένα πολυεδρικό αποτέλεσμα, το οποίο ισοδυναμεί με τη δυνατότητα για μία πολυθεματική πραγμάτευση. Στο Χρονορυχείο η θεματολογία αφορούσε σε μία επιβαλλόμενη στους ανθρώπους –και γι’ αυτό καθολικευμένη– αντίληψη για τη ζωή: ότι η τελευταία συνιστά ένα άθροισμα από βιωμένες ή φανταστικές ήττες και από χαίνοντα ή κρυφά τραύματα του σώματος και της ψυχής, άθροισμα το οποίο, επιπλέον, συνδυάζεται με την παρακμή της φύσης και του κόσμου. Στο Άλογο που έγραφε, ενώ προβάλλεται ξανά η προηγούμενη αντίληψη, η θεματική γίνεται πιο αφηρημένη και εξπρεσιονιστική, με συνέπεια να οδηγείται στη διάλυση. Από την ίδια όμως αιτία, από την οποία προκαλείται η διάλυση, ανοίγεται, συγχρόνως, μία σημαντική προοπτική: η πολυσυλλεκτικότητα και η μεγάλη συσσώρευση στοιχείων, τις οποίες ευνοούν οι εφαρμοζόμενες εδώ τεχνικές, δρομολογούν μία πολυθεματική ποίηση. Πρόκειται για ένα μέσο αναχαίτισης της απόπειρας η οποία συντελείται σήμερα, από διάφορες εξουσίες, για την παγίωση, στο εξής, μίας μονοσήμαντης πραγματικότητας και, συνακόλουθα, ενός μονοδιάστατου συλλογικού υποκειμένου. Η Στέλλα Δούμου αποβλέπει σε μία τέχνη αναφερόμενη σε όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα και πρόσωπα, η οποία παρέχει τη δίοδο προς την πολύσημη πρόσληψη του κόσμου και προς την αυθεντική συλλογικότητα, την ακατάπαυστα βαλλόμενη αυτή την εποχή.  

Το παρόν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Καρυοθραύστις, Σεπ.2020, τεύχος 5          

Leave a comment