.
Ήταν καλή , ήταν χρυσή ήπιε τις χάρες όλες.
Αγόρασε κι ενα βεληνεκές να βρίσκεται.
μια μέδουσα μέσα της την εξαργύρωσε
κι άρχισε τις πετριές στην κλεψύδρα.
ένα γιασε -μί, δυο γιασε- μιά, τρία γιασε μιά
το τέταρτο ήταν κόκκινο
κι έσκισε τον ρυθμό στα δυο.
Αχ, γυάλινα νήματα
τα πιώματα κι οι θερισμοί
θέλουν και την καλή την ώρα.
Ωσπου γλυφός να ‘ρθεί Ιανουάριος
να πήξει το γάλα στα βουνά
θα χουνε τα μαλλιά γεννήσει και των νυχιών της το μελάνι
θα βάφει μαύρα τ’ αφηνιασμένα γιασεμιά
και είμαστε ήδη στα εκατονπενηνταδυοχιλιάδεςεξακόσιαεικοσιτέσερα.
Πώς την βαφτίσαν δεν θυμάται
μόνο θυμάται πως ανεβαίνοντας το δρόμο
με τ’αμυγδαλοφόρα και τους ελέαγνους βρήκε ξεκλείδωτα φιλιά
και μπήκε μέσα. Βροντές δεν άκουσε
ούτε ταξίμια
άκουσε μόνο λόγο βαρύ που άχνισε μέσα της : ”Ρε σ΄αγαπάω”
κι ήρθε η δύση ,κι όλο ξηλώθηκε σαν νταντελίτσα.
Μέσα στην τσέπη από τότε κρύβει κονιάκ.
στην άλλη έναν λαβύρινθο από νήματα. Μπιρσίμια.
.
.
εξαιρετικό!
να είσαι καλά φίλε μου!