.
η γεύση του ξιδιού είναι σε κάθε γλώσσα
που μουρμουρίζει ασθμαίνοντας «Θεέ μου,Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες»
Randall Jarrell
Το θέατρο γέμιζε με ρυθμό υπαγορεύσεως
έξω, έβρεχε δάση
σκιές που έπιναν παχύ νερό
γίνονταν πουλιά
και λίγο μακρύτερα ο δήμιος
έκανε καλά τη δουλειά του
με ταχύτητα πηγαδιού εξαφάνιζε τα συμβάντα.
Το θέατρο άδειασε κι όλα ξανάγιναν ήσυχα.
Αγάλματα υπογράφουν αυτόγραφα.
Στο αεί του νυν καρδιές αγίων περιφέρονται σε ξύλινα μπωλ.
Κανείς δεν εξάπτεται.
Όλες οι γιορτές έχουν ματωμένα ονόματα.
(επειδή δεν συναντηθήκαμε σε στέρεο έδαφος
κι ήρθαμε από μέρες που τις πυροβόλησαν στα μάτια
χύμηξαν ορδές ανθρώπων
και μας ξέσκισαν με στριγγλιές
μας φώναξαν με λανθασμένα ονόματα
-όχι πάντως τα δικά μας-
φώναξαν, σκουπίδια
φώναξαν, λεροί
φώναξαν, παρίες
εμείς απλώς δείχναμε με το δάχτυλο την καρδιά μας. Άλλη γλώσσα δεν ξέραμε.)
.
.