.
Ποιος στη Θεσσαλονίκη δεν γνωρίζει τη Στοά Καράσο; Παράδεισος της γυναικείας κοκεταρίας και της σκληρής δουλειάς που απαιτεί η θεραπεία της. Και παράδεισός μου: το πράγμα και η λέξη και η καταγωγή και η ποικιλία: κουμπιά μες τα κουτιά, κόπιτσες, σούστες, φόδρες, φιόγκοι, παγιέτες, πέρλες, κορδέλες, τόκες, τρέσες, φεστόνια, σιρίτια, δαντέλες, φτερά, πούπουλα και ό,τι άλλο από την Ευρώπη και την Ανατολή βάζει ο νους του διαόλου για το ράψιμο και το στόλισμα του ρούχου. Εκεί για τον αρραβώνα, το γάμο, τα βαφτίσια, το θάνατο, το καρναβάλι, το πρώτο ραντεβού. Η τελετή, το παραμύθι, η μεταμφίεση, η μεταμόρφωση: εκεί. Θυμάμαι –ίσα με τους πάγκους το μεγάλο παιδικό κεφάλι, θαμπωμένα τα άπληστα μάτια– τον λυσσαλέο ανταγωνισμό των κατάφορτων σκοτεινών μικρών μαγαζιών της στοάς, με τους μαγαζάτορες, άντρες κυρίως, να μοχθούν να κερδίσουν την πελάτισσα πότε με το «ποιοτικώς καλό», πότε με τις διπλωματικές τιμές, πότε με τον κοσμοπολιτισμό που τους χάριζαν οι κάπως φαιδρές γαλλικούρες και ιταλικούρες τους, κυρίως όμως με τον γλυκό το λόγο και το κομπλιμέντο. Με τα νερά της γυναίκας: να τιμήσουν με λόγο πλατύ την αρχοντική, να διασκεδάσουν με τόνο χαρωπό την εύθυμη, να πείσουν ήσυχα τη φρόνιμη, να μαλακώσουν συρτά την ιδιότροπη. Άλλα τιτιβίσματα αυτά! Και τι φωνές: βροντερές της διεκδίκησης, βελούδινες της γαλιφιάς, ψηλές μεταλλικές της αξιοπιστίας, μπάσες της αυθεντικότητας, μπάσες βραχνές της γοητείας.
Κι όλες οι φωνές να δένουν μεταξύ τους και να γυρνούν πίσω κατευνασμένες και ηδυσμένες από την απορροφητική στόφα και να βγάζουν μια νέα μουσική – τη μουσική της στοάς. Η ύλη και η υφή: το ιταλικό βελούδο και το μετάξι απ’ το Σουφλί, οι γαλλικές δαντέλες και το βαμβάκι του δικού μας κάμπου, τα απέθαντα μεταλλικά στοιχεία από τη Γερμανία, το ανάγλυφο μέταλλο και η λεία ταρταρούγα, το κρύο και το ζεστό. Η επαφή με το είδος: «πιάσε ποιότητα!». Η αφή. Κυρίως η αφή. Το καλό στο χέρι το δοκιμάζει η κιμπάρισσα, όχι στο μάτι. Ήταν κι εκείνες που στο μάτι μόνο πόνταραν, αφού «οι άντρες, βλέπεις, δεν χαμπαρίζουν και πολλά, ό,τι τους γυαλίσει είναι». Ήταν όμως κι οι δύσκολες μυαλωμένες που ούτε τα φανταχτερά ήθελαν και τα πολλά λούσα ούτε τα πολύ ακριβά, αφού «φασούλι-φασούλι γεμίζει το σακούλι». Όλα κατέληγαν στον ξύλινο πήχυ. Ή στο γοργό μέτρημα με τ’ ανήλιαγα δάχτυλα. Και στο σιγανό λογαριασμό στο χαρτί – να ξεχωρίζουν ρυθμικά κι ηδονικά μόνο τα λαρυγγικά «κ» των αλλεπάλληλων προσθέσεων και το σιγασμένο σύρσιμο των υλικών πάνω στους πάγκους – η μουσική του λιανού εμπορίου.
Ήταν ο δρόμος μου από εκεί τις προάλλες.Αδυνατώ να δώσω όνομα σε αυτό που ένιωσα όταν είδα το πιο ευφάνταστο μαγαζί, εκείνο με τη φάτσα στην ίδια την οδό Βενιζέλου με κατεβασμένα τα ρολά. Κάτι σαν να έχουν εξαιρέσει με το μαχαίρι, ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου που πάντα είναι. Αυτόν που είχα εγκαταλείψει προσωρινά αφού εκεί θα ήταν πάντα χρωματιστός και ποικίλος να με περιμένει. Μπήκα μέσα στη στοά έπειτα από πολλά χρόνια. Το μπριόζικο πολυφωνικό της σύστημα έχει περιπέσει σε βαριά αθυμία. Εξαχνώθηκε. Ήταν οι τραυματικοί κραδασμοί του πρετ-α-πορτέ, που όμως τους είχε απορροφήσει ως ένα βαθμό, λίγο με την προσαρμογή, λίγο με τη διαφοροποίηση λίγο αρχικά με το γενναίο περιθώριο κέρδους που επέτρεψε η Κίνα. Είχε επιβιώσει, έστω και χωρίς την παλιά λάμψη, ως ένας νόστιμος, κάπως παρακμιακός, παράπλευρος κόσμος σε ευαίσθητη ισορροπία. Αυτή διαταράχτηκε ανεπιστρεπτί από τη σύγχρονη ισοπεδωτική κρίση που έχει γκρεμίσει τον παλιό κόσμο του τόπου. Σκέφτομαι τον μαγαζάτορα να κλείνει για τελευταία φορά τον διακόπτη, να κατεβάζει πρώτα το μπροστινό, ύστερα το πλαϊνό ρολό, αφήνοντας στο σκοτάδι το άδειο μαγαζάκι. Καθώς θα έκανε να φύγει, ίσως ήρθαν μνήμη πικρή μέσα στη στοά οι γυναικείες γλυκιές, ψιλές, εύχαρεις, δύσπιστες, τσιριχτές, υστερικές, τρυφερές φωνές, ο βόμβος της φλυαρίας, το ονειρικό και αδηφάγο βλέμμα της γυναίκας που ήδη φοράει πάνω της τη σαγήνη των στολιδιών που κανονίζει ν’ αγοράσει, ο χαρωπός ήχος του γοργού χρήματος.
Άσημο γεγονός.
Κάτω από τον πάγκο του μαγαζιού, κάποιος έχει τώρα τοποθετήσει ένα ξύλινο φορτωμένο γαϊδούρι από αυτά που αγοράζουν οι τουρίστες. Από πάνω του αναρτημένη μια σειρά χαρτόνια με αστόλιστες χειρόγραφες ατάκες να σκούζουν πότε για το ξεπούλημα της χώρας, πότε για τη Γερμανία και το ΔΝΤ, πότε για τους εγχώριους πολιτικούς και την κυβέρνηση.
Το ανάθεμα ενός κόσμου που ξεψύχησε.
~Photos: Vintage showcase manequins, Google~
.
.
.