.
.
Τεντώνοντας τα χέρια έξω απ’ τα σκεπάσματα, ο Plume εξεπλάγη καθόσον τα μέλη του δεν ‘βρισκαν το τοίχο. «Πάει καλά, σκέφτηκε, θα τον έφαγαν τα μυρμήγκια…» και ξανακοιμήθηκε.
Λίγο αργότερα, η σύζυγος του τον πιάνει και τον σκουντάει: «Κοίτα δω, βρωμοκηφήνα!», του λέει. «Όσο εσύ έπαιρνες τον υπνάκο σου, μας κλέψαν το σπίτι!». Στην πραγματικότητα, έγερνε ο ουρανός, στέγη και τοιχώματα, από πάνω τους και γύρω. «Ό,τι έγινε, έγινε», σκέφτηκε εκείνος.
Λίγο αργότερα, ακούστηκε ένας θόρυβος. Ένα τρένο ερχότανε καταπάνω τους μ’ όλη του την ταχύτητα. «Έτσι που τρέχει, σκέφτηκε, θα φτάσει σίγουρα πριν από μας», και ξανακοιμήθηκε.
Εν συνεχεία ξύπνησε απ’ το κρύο. Κολυμπούσε ολάκερος στο αίμα. Δίπλα του κειτόταν κομματιασμένη η γυναίκα του. «Το αίμα, σκέφτηκε, μόνο μπελάδες φέρνει· αν γινόταν να μην είχε περάσει εκείνο το τρένο, θα ήμουν ιδιαιτέρως ευτυχισμένος. Αλλά μιας και πέρασε ήδη…» και ξανακοιμήθηκε.
– Λοιπόν, είπε ο δικαστής, πως εξηγείτε το γεγονός ότι η σύζυγος σας χτυπήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να βρεθεί διαμελισμένη σε οχτώ κομμάτια, δίχως εσείς, που βρισκόσασταν δίπλα της, να μπορέσετε να κάνετε την παραμικρή κίνηση για να αποτρέψετε το κακό, και κυρίως δίχως να αντιληφθείτε καν το παραμικρό. Ιδού το μυστήριο. Ολόκληρη η υπόθεση συνοψίζεται σε τούτη τη λεπτομέρεια.
– Δυστυχώς, επ’ αυτού δεν δύναμαι να σας βοηθήσω, σκέφτηκε ο Plume, και ξανακοιμήθηκε.
– Η εκτέλεση θα λάβει χώρα αύριο. Κατηγορούμενε, έχετε τίποτα να προσθέσετε;
– Συγχωρείστε με, είπε, δεν παρακολούθησα την διαδικασία. Και ξανακοιμήθηκε.
Μετάφραση Ζ. Δ. Αϊναλής
Artwork: Beautiful and Dark Surreal Art, via Google
.
.