Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, εξύψωση/ ένας βιασμός

Avery Palmer _Homesick

.

Ι
μια φιλόδοξη επέκταση
έξω-κοσμική/
συντηρεί αυτό το θλιβερό εγώ/
σε έναν κόσμο ακέραιων συμβάντων/
οι φερομόνες σιγούν στη μεθόριο/
ένα γέρικο γόνατο, αναιδές/
με φαγουρίζει/

ΙΙ
τα κορμιά που διαβήκαν/
ρήματα/
και ρήγματα/
η λευκή αφή του κενού/
στα σημεία όπου γεύτηκα με το στόμα/
ένα διεγερμένο ερυθρό/
που αναφλέγεται/
εκεί όπου δάγκωσα/

ΙΙΙ
έτσι αγκιστρώνομαι στον ιστό του χρόνου,
εγκυμονούσα τελεία που αποκτά υπόσταση
και καθ´ ύψος/
είτε λόγω δίψας/
είτε λόγω βιασμού/

~από τη συλλογή, Η Πτήση και το Χιόνι~

Art: Avery Palmer

.

.

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

Το πρωί/
σβούρισμα στο χοντρό αλάτι και στη σόδα/
μια στη ρίμα, μια στη λίμα/
το κούφιο πτηνό/
βαλσαμώθηκε στην αμμωνία/
ως βαθειά στις κοιλότητες/
ο χρόνος διόδιο πέρα δώθε το πήγαινε/
αλλά το εγχείρημα επέτυχε/
οι ταριχευτές, στο γερτό αναλόγιο/
διάβαζαν ίαμβους/
με βυζαντινά μετρήματα/
ενώ ένας τζουράς μακρυμάνικος/
γουργούριζε στο νερό/
μ’ ένα ραβδί ένας ένας/
τσάκιζαν τα φτερά στον κάλαμο/
κι αν κάποιο τραγουδούσε/
το ‘πνιγαν με πιπέρι/
κανείς δεν πρόσεχε το γέροντα γαμπρό/
που έσερνε – στο διάδρομο – τους ζάλους δίχως νύφη/
μετά έκοψαν την τούρτα/
σκούπισαν τα πούπουλα/
έπλυναν τα ρετσίνια και την πίσσα/
κι έμειναν να τον κοιτούν που κατέβαινε αργά στο συγχώριο του/
ευθυτενής/
πάντα άρχοντας/
με το πουλί στην αγκαλιά/
κι ένα λευκό κρινάκι στο πέτο…

Photo:  via google/ surreal Photos

.

.

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, ΑΣΠΑΛΑΘΟΙ*

ΈΛΕΥΣΙΣ - ένα ταπεινό ενδιαίτημα αθανασίας

Image

ΑΣΠΑΛΑΘΟΙ*

Το χειμώνα, πέρασαν μέρες μετρώντας το πήγαινε έλα των αλεπούδων πάνω σε ένα μωσαϊκό με ασπάλαθους. Τα πόδια τους στην έξοδο, τρίβονταν στο χιόνι και διαλύονταν κίτρινα, οι γούνες κοκαλωμένες πέταγαν σκληρά κόκκινα μπαμπάκια σα φαρμακωμένα δόρατα. Όλοι οι ερωδιοί, βαρυτικά ελκόμενοι προς το υπερκείμενο ρέον νεφέλωμα, κουτούλαγαν δώθε κείθε, διάσπαρτοι κομήτες. Κρύο πολύ. Η μέρα μίκραινε, μίκραινε, μέχρι που την αγκάλιασε η νύχτα σαν κάλτσα. Που να βρεθεί και ήλιος, η λαχτάρα σβήστηκε. Ούτε για ύπνο ούτε για χάδι, αυτό το σφιχτό αυγό που έγινε η πλάτη σου. Στη γούρνα του αγιασμού επέπλεαν, φύλλα, πούπουλα, τρίχες, σάλια, φως. Δεν υπήρξε πλάσμα να μην άφησε εαυτόν στο φαρμάκι της. Έπλυνες το πρόσωπο, οι μπογιές αποτραβήχτηκαν, ανέτειλες το κορίτσι κορδέλα στερεότυπο, στήθος χιονόμπαλα με καφετιά άλω, που έκλαιγε όταν μ´ έκλεινε εντός του. “-Εδώ βαφτίζεται η ζωή σε θάνατο”, είπες, πριν τους Χαιρετισμούς. Στο σιφόνι ακουγόταν η λάσπη που πάλευε…

View original post 163 more words