.
[Στης σημαίας τον πάτο ένας άντρας.
Σκυφτός και σκεφτικός ,φουμάρει.
Σηκώνει το κεφάλι -σε κοιτάζει-σκύβει πάλι, και φουμάρει.]
.
Μάρμαρο, στίχο μελετώ
και το κορμί μου όλο πάει
με τον νέο
ρυθμό να κάμψει.
Ολόστροφος
την ομορφιά ορίζω· θα ’χει χαλάσει
το αντηχείο του μυαλού.
.
Στην άσπρη φρεναπάτη των κινδυνευτών,
τα σίδερα της ηλικίας μου φρένιασαν,
θα πάρω μιαν ανηφοριά , θα πάρω μονοπάτια,
και ποιος γαμήλιος χορός.
Δοσοληψία αφηνιάζει
─ δουλεμπορία των Ουρανών ─
ποιο χαλινάρι.
Στα γόνατά της πέφτοντας,
Να βρω τα σκαλοπάτια που παν’ στη Λευτεριά,
γλίστρησα σε ναρκοπέδιο αισθήματος.
.
Τραγούδι ολάνοιχτο, βορά παθών.
Άκου πώς σκάβουν
τα μέσα [Αντιγόνη].
.
Κι αυτή η ανηφοριά
ας ήταν
του χρόνου η παγωνιά.
.
Μια πιρουέτα.
Χορευτές, εκδ. κέδρος 2014
Painting: Rene Magritte
.
.