.
Ο πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι
Η φίλη μου είχε ένα μονάχα μαστό
Την Κυριακή που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικού του και φώναζε τη μητέρα μου να διαλέξει
Η μητέρα μου γελούσε
Η μητέρα μου ήσυχα γέλασε τώρα φαντάζομαι, μετά είκοσι χρόνια, που ξέρω τη νοσταλγία του θηλασμού
Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος
Έπαιζε το ένα μάτι στη φούχτα του πριν το φορέσει κι έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι
Βάζανε αρματωσιά
Στη θέση του στήθους της η μητέρα μου έχει, από κείνο το μέρος του τόξου, την άσκημη ουλή
Όμως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω
Τι σημασία είχα εγώ στη δικιά τους ζωή;
‘Έριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους τάχα πως κρυώνω κι ήταν για να παραμονέψω
Η σκιά που γυρνούσε από τότε στο σπίτι μας ήμουν εγώ
Στο τέλος τον είδα μια μέρα να κλαίει.
Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι
Η μητέρα μου – να πω αλήθεια, στη θέση της βάζω τη φίλη μου – έχει άλλα να κλάψει πολλά.
Για την αύξηση μίλησα
που πρέπει να τη δεχτείς
~Γενεαλογία του Κόσμου, Εκδόσεις Ύψιλον, 1990~
Photo: Herbert Bayer, Glass eyes