Γιάννης Δ. Βανίδης, Πανδώρα

luigi bechi.jpg

[…]
Όι…τι γένιτι ιδώ ρα; λέου. Ρώτσα που δω, ρώτσα που κει κι στουν πάτου τάμαθα όλα.
Ου Νίκους έπιζιν σην Πανδώρα. Ικεί έμαθιν του κλαρίνου. Κι τόμαθιν τόσου καλά απ’ του μάθνισκιν κι σι άλλνους. Αυτός ου μ’κρός απούειδα να κάθιτι σ’μα τ’ ήταν απ’ τα Γριβινά κι μάθνισκιν του κλαρίνου για να παίζ’ στα πανηϋρια κι τσ’ς χαρές να βγαν’ παράδις. Σαν τάμαθα όλ’ αυτά, μι ακόλτσιν κι μένα να γραφτώ σην Πανδώρα. Τώρα άμα μι ρουτήστι γιατί αρά σι ακόλτσιν να γραφτείς σην Πανδώρα; Δεν θαρρώ να μπουρέσου να σας απαντήσου κι πουλύ σίγουρα. Ιά! ‘Ετσ’ μι ακόλτσιν κι δε μι ξιακόλτσιν ντιπ.
Τώρα, ύστιρα απού τόσα χρόνια π’ του ξανασκέφτουμι καλύτιρα, ιτότι μι’ν Πανδώρα ήταν ουλίγου σα νάθιλα να πέσου κι μι άμπουξαν. Ουλίγου ου αξάδιρφους μ’ ου Κώστας ου Ντάλας μι ‘ν παρέα τ’ μι τ’ς κιθάρις απόπιζαν στου ραδιουφουνικό σταθμό, ουλίγου ου αξάδιρφους μ’ ου Θύμιους πόπιζιν του ακουρντιόν στ’ άφκιαστου, ουλίγου η δασκάλα μ’ η Λέν’ η Μουμουτζιάινα π’ μ’ έβανιν όλου 10 σ’ ν’ ουδική, ουλίγου π’αντάμα μι τα’ συμμαθήτρια μ’ ν’ Καίτη τ’ Γκλούμπινα τραγούτσαμι τ’ν ‘’Ψαρουπούλα’’ στου Ουλύμπιου αμπρουστά στ’ς νουμαρχαίοι, στ’ς στρατηγοί κι στ’ς δημαρχαίοι στ’ς ιξιτάσεις σην πέμπτη δημουτικού, ουλίγου μι τουν Ναούμ’ του ζιρβό τουν ψάλτ’ στουν Αϊκουσταντίνου π’ μ’ έβανιν κι ίλιγα τουν Απόστουλου κι του ‘’Υπιρμάχου’’, είχα π’στέψ’ πούμαν έτοιμους μουσ’κός.[…]

~απόσπασμα από το Διήγημα ‘’Πανδώρα’’ στο γλωσσικό ιδίωμα της Κοζάνης. Το διήγημα έχει δημοσιευθεί ολόκληρο στο περιοδικό ΠΑΝΔΩΡΑ, τεύχος 14, 2004~
Painting: Luigi Bechi , The boy with the clarinet

.

.

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Ο Ερωδιός

 

Kevin Sloan

.

Τσόφλια οι λέξεις από το μένος της σκεπής τους, την ώρα που ένας μικρός ερωδιός με τα μακριά του πόδια βαλσαμωμένη άνοιξη αναγγέλλει επάνω στο αυγό του. Είναι στο βόρειο πόλο η φωλιά του. Θα κατηγορηθεί γι’ ανατροπή, και θα έχουν δίκιο. Όμως αρκεί ένα ελαφρύ γλίστρημα πάγου στα ρουθούνια, μία απαλή ρωγμή στη γύψινη κρούστα μιας ιδέας και λίγα μόλις δευτερόλεπτα σιωπής ν’ αφουγκραστείς πώς αιωρούνται νύχια ασέληνα στο ράμφος του επάνω. Η έλλειψη φωτός δημιουργεί ενίοτε συγχύσεις. Να, το ελαφρυντικό λοιπόν για να ξανάβρει ο ερωδιός τη μυθική διάστασή του: κάποτε έτρωγε τους οφθαλμούς των άλλων, μπορεί ελεύθερα να κινηθεί προς τους δικούς του τώρα..

~Tο πλεκτό κι άλλες πλεκτάνες, εκδ. Αrs Poetica~

Painting: Kevin Sloan

.

.

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το ρόδι

Ilya Zomb

.

 Διαρρηγμένη σαν ρόδι Απορροφήθηκε το χρώμα στα χείλη του περιπατητή Η σκιά αναστράφηκε σε πρόσωπο Ευτυχώς υπήρξε συνεχής ροή χυμού ενδοφλεβίως στης λογικής την επιτήρηση που Πήρε τελικά αργία και άμμο μες στο κουβαδάκι Μπρος στο ακατάληπτο κόκκινο περί:γραμμα του ανθρώπου Να παίξω, είπε, Αυτός στροβιλιζόταν Δεν είχε χρόνο πλέον Μες σ’ ένα μικρό τόσο δα μικρό μικρούλικο κουκούτσι από ρόδι Κανείς δεν πίστευε πως θα ήταν τόσο ευρύχωρο να περιθάλψει στιγματισμένα meli Αποκομμένα γενέσθαι κυρίως των πραγμάτων. Πρώτα τον τρόμο και κατ’ επέκτασιν τη μνήμη.

~Το πλεκτό και άλλες πλεκτάνες, εκδ.Ars poetica, 2013~

Painting: Ilya Zomb

.

.

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Σαζ, έρχεται βροχή

1901460_10151950937091485_1123226064_n

.

Ο Μπέντ Σόουλ, ο ψαράς, άπλωνε δίχτυα και σουρούπωνε τα φρύδια κι ανυπερθέτως έραβε κι έκοβε χοντρόλογα μαζί με κάτι γόνους απ τους παλιούς του δυναμίτες. Δίπλα ,καθότανε η Σαζ, τσαλακωμένη σ’ ένα λινάρι μπλε με ορχιδέες και φτερούγες, μια χοντροκώλα ράφτρα στα πενήντα και γυναίκα του. «Σαζ, έρχεται βροχή», είπε απλώς ο Μπεντ, και ρεύτηκε στο ρήμα ένα βαρύ ζεϊμπέκικο απ’ το νότο, φτύνοντας μια ματιά κοφτή στ’ αρρενωπά αχαμνά του ήλιου, που βασίλευε.

Το πλεκτό κι άλλες πλεκτάνες, Ars Poetica,2013

photo:via google

.

.

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το πλεκτό και άλλες πλεκτάνες, εκδόσεις Ars Poetica

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το πλεκτό και άλλες πλεκτάνες, εκδόσεις Ars Poetica

Πώς το σφύριγμα ενός τρένου επιδρά σε μία σούπα; Tι σχέση μπορεί να έχει το ψεγάδι ενός σερβίτσιου με την επιλογή ενός παλτού; Πώς η παρασκευή της μαρμελάδας τριαντάφυλλου ενώνει ερωτικά δυο άντρες; Με ποιον τρόπο το σώμα απαντά στη μνήμη και πώς η μνήμη καταγράφεται στο σώμα; Είναι ικανό ένα γράμμα να στηρίξει μιαν ολόκληρη ζωή; Tι επιδιώκει ο κ. Μπιφ περιφερόμενος με μια τρύπια καρέκλα που μόλις κληρονόμησε; Ποια είναι η νέα μέθοδος Πλεκτού της γηραιάς αράχνης αυτοκράτειρας, ποια πλεκτάνη κρύβεται στους νέους τρόπους διακυβέρνησης της Αυτοκρατορίας του Πλεκτού και πώς θα αντιδράσουνε τα ζώα;

Αυτά και πολλά ακόμη ερωτήματα αναζητούν απάντηση σε 27 «αφηγήματα ανάδρομων πλέξεων». Κοινός άξονας των ιστοριών είναι οι ανάδρομες κινήσεις της σκέψης των ηρώων: αν και δρουν σε διαφορετικές σελίδες μυθοπλασίας —ρεαλιστικές, υπερρεαλιστικές, σε αυτές του παραμυθιού ή του εσωτερικού μονολόγου, στον κόσμο του μαγικού ρεαλισμού ή στο χώρο που το επέκεινα της ποιητικής προσέγγισης επιφυλάσσει—, όλοι οι ήρωες προσεγγίζονται ως θύματα και θύτες ταυτόχρονα μίας «πλεκτάνης».

Άλλοτε κινούνται κατακερματισμένοι στο χωρόχρονο, άλλοτε συμβολοποιούν την πτώση τους, ενεργώντας εν αγνοία τους, κι άλλοτε, σε μία ύστατη προσπάθεια αυτοσυνειδησίας, έντρομοι ανακαλύπτουν. Η γλώσσα τους παρακολουθεί στενά, ανάδρομα και με διαφορετικό επίσης τρόπο, για να τους προσδιορίσει ως φορείς ενός μοναδικού και ιδιαίτερου κάθε φορά λόγου, ο οποίος επιχειρεί να τους ακούσει, να τους κατανοήσει, να τους αποκρυπτογραφήσει και να τους καταγράψει εντέλει με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια.

.

Steven Kenny_n

.

«Τι να την κάνω τη συγγνώμη σου τώρα;»  
 είπα, και συνέχισα το δρόμο μου
βάζοντας δύο κέρματα
στα μάτια του γερο-ζητιάνου
που άκουσε τα ιώδη και πέτρωσε.
 
Στο μεταξύ είχε νυχτώσει πολύ…
Μέσα κι έξω από το σώμα.

Στέλλα Δούμου-Γραφάκου, Πινόκιο

(Στη Στέλλα)

Κάθισαν και οι δυο τους στην ακροθαλασσιά, πλάτη με πλάτη, ένα βουβό κύρτωμα της μέσης και με γερμένα τα κεφάλια, αιθέρια ασώματοι και οι δυο τους κολυμπούσαν σε μια παλέτα με πινέλο σπαρταρίσματος ψαριού· γύρω τους, μια σπείρα από ανάμνηση δέρματος ανθρώπου, κάτι σαν λώρος τυλιγόταν χνουδωτό σε μιαν απόχρωση αιμόφυρτου τοπίου. Πλησίαζε η ώρα για το δείλι να ξαποστάσει το βύθισμα του ήλιου στο νερό και στις σκιές του άντρα, της γυναίκας, που ηδονή ξαπλώνανε στα βότσαλα —κατάλευκα, λεία, στρογγυλά, ερμητικά κλειστά στους πόρους μιας στιλπνής σιωπής, από την εγκατάλειψη στους αστραγάλους των μεγάλων μαύρων βράχων, έκαναν πλάτες στην πανουργία που, όπου να ’ταν, θα φιλούσε στο αιδοίο το σκοτάδι. Λαίμαργα ξάφνου ο ήλιος έβρασε ένα πορτοκαλί καυτό από νεράντζι μες στα στομάχια του πελάγους, κι αυτοί —τους ρώτησα σας λένε πώς;— δεν ήξεραν, μόνον ψιθύριζαν κάτι ακαταλαβίστικα σπουργίτια, κάτι αλαφροδαίμονα παφλάσματα στα χείλη. Έφυγα κλαίγοντας, ξυπόλητος και με αγκίθες από αχινούς να ερεθίζουν τις πατούσες, κι όλα τα νεύρα απολήγαν σε σκέψεις μελανές, πιο πέρα χτυπούσανε χταπόδια (…) Ώσπου ήρθε η Σύλβια, ένα βράδυ, σταμάτησε εμένα, τα βήματα, δεν ξέρω… θυμάμαι πως ήταν λίγο σκοτεινά και πως απέναντι έβλεπα ένα εστιατόριο κι ένα σινεμά που έπαιζε γουέστερν και πορνό, μου ζήτησε φωτιά, πολύ απλά, δεν έχω αναπτήρα, είπε, και χαμογέλασε λίγο ενοχικά, λίγο άβολα, ίσως και με μία αφέλεια παιδική, ανασηκώνοντας τους ώμους σε κάτι μπουκλάκια καστανά. Φορούσε ένα κοντό, σχεδόν αραχνοΰφαντο φουστάνι, στο χρώμα της άμμου ήταν, το καλοκαίρι βαρύ, αποπνικτικό σχεδόν, αλλά η Σύλβια με κοίταξε, μου φάνηκε; όχι… με κοίταξε… έτσι όπως τραβούσε την πρώτη ρουφηξιά, με κείνη τη φυσικότητα των εραστών που έχουν ζήσει πριν απ’ αυτούς και το μελλοντικό τους παρελθόν. (…)

(Απόσπασμα από το αφήγημα Σώματα)

 Photos: Hieronymous Bosch, Steven Kenny

.

.

Kούλα Αδαλόγλου, Αφρόλουτρο

Kούλα Αδαλόγλου,  Αφρόλουτρο

Δεν πίστευε στα μάτια της. Το θέμα που τους είχε δώσει για το σπίτι έβγαλε τέτοιο διαμάντι. Αφού δίδαξε την ενότητα «Το σχολείο», στην Α’ τάξη, τους έβαλε εργασία «Μετά το σχολείο… (Γράφω στο ημερολόγιό μου)». Δεν περίμενε να γράψει. Ποτέ δεν είχε γράψει ως τώρα. Και στην τάξη μερικές σειρές, ασύνταχτες και ανορθόγραφες. Πώς είχαν όλα αυτά εξαφανιστεί σ’ αυτό το κείμενο; Πώς λύθηκε η γλώσσα; Τι ήταν αυτό, αλήθεια ή φαντασία; Πώς κερδίζεται ένα παιχνίδι με μια εργασία στο σπίτι και ένα αφρόλουτρο; Όταν τον πρωτοείδε, της έκαναν εντύπωση τα πράσινα μάτια του, σε αντίθεση με τα σκούρα μαλλιά και τα σκούρα, γενικώς χαρακτηριστικά του. Από τη Γεωργία. Διασταύρωση Ποντίων με Ρώσους, σκέφτηκε. Είχε έρθει πριν από λίγους μήνες ο μικρός, πέρασε μια τάξη υποδοχής και τον κατέταξαν στην πρώτη Γυμνασίου, περισσότερο με βάση την ηλικία, αν και ήταν λίγο μεγαλύτερος. Γλώσσα δεν ήξερε. Ντρεπόταν, τον κορόιδευαν και μπλοκάριζε ακόμα πιο πολύ. Απομονωνόταν. Τελευταία τον έβλεπε με κάτι παιδιά του σχολείου που δημιουργούσαν προβλήματα.

Marion Peck  (27)

Η φιλόλογος Δέσποινα Μερινίδου, φωτοτύπησε την εργασία του Οδυσσέα, έκανε μερικές διορθώσεις στη σύνταξη, για να τη διαβάζει πιο άνετα, διόρθωσε τη στίξη και την ορθογραφία, για να μην την ενοχλούν τα λάθη –ήταν γνωστή γι’ αυτό της το κουσούρι – και τη φύλαξε, σαν πολύτιμο τεκμήριο. Τεκμήριο εξομολόγησης. Που την εξαναγκάζει σε σιωπή, στο σεβασμό της παιδικής ψυχής που της ανοίχτηκε. Τη φωτοτυπία την έδειξε και σε μένα, που με εμπιστεύεται απόλυτα, κι εγώ μοιράζομαι μαζί σας αυτό που διάβασα. Ο Οδυσσέας έριξε τη δική του μποτίλια στο πέλαγο με το ημερολόγιό του, έδωσε το στίγμα του. Η δική μας σειρά τώρα να είμαστε προσεκτικοί, αν κάπου συναντήσουμε τον Οδυσσέα .

Carolina Cleere 03

Σήμερα μετά το σχολείο πήγα αμέσως στο σουπερμάρκετ. Έβγαλα από την τσέπη μου 10 ευρώ. Από τον χοντρό τα πήραμε. Με τον Γιώργο. Στον τοίχο τον στριμώξαμε. Έκλαιγε. Αν μιλήσεις χάθηκες ο Γιώργος του είπε. Δεν μίλησε. Είκοσι ευρώ χαρτζιλίκι είχε. Τα πήραμε. Χοντρός είναι και έκλαιγε. Πήγα και πήρα ένα αφρόλουτρο. Από αυτό που διαφημίζουν στην τηλεόραση. Όχι από το δικό μας μαγαζί, των Ρωσοπόντιων που λένε, από Μασούτη. Πήγα σπίτι. Η μάμα έφυγε το απόγευμα. Πήγε στην κυρία Τασούλα, σιδερώνει τις Τετάρτες. Πολύ καλή κυρία η κυρία Τασούλα. Σοκολάτες στέλνει. Και καραμέλες. Και παντελόνια. Ο ένας ο γιος της σαν και μένα είναι. Περίεργα με κοιτάζουν σχολείο που φοράω τέτοια ρούχα. Σαν τα δικά τους. Και φόρμες adidas. Ο μπαμπάς στην Αριστοτέλους πήγε. Τσιγάρα πουλάει, άμα δεν έχει μεροκάματο. Μόνος ήμουν. Το θερμοσίφωνο άναψα, την μπανιέρα γέμισα νερό. Η μάνα θα με σκότωνε, αν με έβλεπε. Όλες τις βρισιές ρώσικα. Το αφρόλουτρο ωραία μύριζε. Γέμισε το νερό αφρούς. Σαν κι αυτούς ήμουν. Που δε με θέλουν. Που δεν ξέρω τα ελληνικά. Μαθηματικά όμως καταλαβαίνω. Πιο καλά τα καταλαβαίνω. Αλλά πάλι δε μιλάω. Κι αυτοί γελάνε. Χαζός είμαι νομίζουν αλλά φταίω κι εγώ που δε μιλάω. Θυμώνω και δε μιλάω.

Beth Hoeckel7

Η ώρα περνάει. Ωραία είναι στον αφρό. Τα νερά να μαζέψω. Παντού νερά. Ο Γιώργος μου είπε στις πέντε έλα, θα είναι κι άλλοι, μεγάλη επιχείρηση είπε. Όχι κάποιον να δείρουμε. Ξέρει δεν μ’ αρέσει, εγώ άλλη φορά δε δέρνω του είπα, και τον χοντρό πολύ λυπήθηκα. Λεφτά θα μας έδιναν κάτι κύριοι, πολύ καλοί είπε, πλούσιοι κύριοι, μόνο να μεταφέρουμε ελαφρά πράγματα, σαν σακουλάκια είπε, δεν κατάλαβα, μην είσαι μαλάκα, γελούσε. Πέρασε πέντε. Δε θα πάω. Καλά είναι στον αφρό. Όπως αυτοί μυρίζω. Δε θέλω να πάω με τους άλλους. Φοβάμαι. Και τον χοντρό λυπόμουν. Αλλά τα ευρώ ήθελα. Την άσκηση μαθηματικά θα κάνω. Ιστορία λίγο θα μάθω. Γι’ αυτούς στην Κρήτη, Μίνωες τους είπε η κυρία; Νησί είναι η Κρήτη. Και η Κύπρος. Στην Κύπρο καλές δουλειές έχει, λέει ο πατέρας. Μ’ αρέσουν τα νησιά. Ωραία θα είναι. Γύρω γύρω θάλασσα. Μέσα στο νερό να είσαι. Και τώρα αυτή την εργασία γράφω. Για την κυρία στη Γλώσσα. Η κυρία θέλει να γράφω. Και να μιλάω. Τη γνώμη μου να λέω. Όπως μπορώ να λέω. Με περιμένει. Με τα μάτια της με κοιτάει και σαν να λέει έλα πες το. Ημερολόγιο είπε. Στο ημερολόγιο την καρδιά μας ανοίγουμε. Έτσι είπε.

~Από τη συλλογή διηγημάτων: “Βγήκε ένας ήλιος χλωμός” ~

Artworks:  Norman Rockwell, Marion Peck, Carolina Cleere, Beth Hoeckel

.

.

Το τραγούδι του λύγκα

Ενύπνια Ψιχίων

.

Κρώζοντα πουλιά πετάριζαν ήχο καλπάζοντα από το βάθος της σπηλιάς, σκοντάφτοντας το βόμβο τους σε σιω­πηλό λεπίδι, βράχους παλιούς, όπου δεν έπαυε η θάλασσα οδυνηρά να τρίβεται, το τύμπανο του αυτιού του να ξεσκίζει. Σιγή μετά. Ώσπου γλιστρήματα σκιών ιλιγγιώδη τσά­κισαν τις φτερούγες τους με πάταγο – τινάχτηκε το αγόρι –, έτσι όπως ρίχτηκαν στα μάτια του τυφλές απ’ το πολύ το φως, αλλά δεν ήταν νυχτερίδες. Το τύμπανό του ξεσκιζόταν.

DIN068-REGRESSIO

Ένιωσε τότε σαν βελούδο στο λοβό μια άχνα παγωμένη, πριν γέλιο γυναίκας τσακισμένο. Γύρισε, είδε. Στόμα. Όχι στόμα, ήξερε ότι δεν, αλλά ένιωθε ότι ήταν στόμα, γι’ αυτό και άπλωσε τα παιδικά του χέρια να το αγγίξει δίχως να φοβάται, δόντια δεν έβλεπε άλλωστε ούτε χείλη, ήχος δασύς από ανάσα ακουγόταν μόνο. Κίνησε, άπλωσε αργά τα μπλε βαμβακερά χεράκια, με τους πορτοκαλιούς αρκού­δους που έπιναν γάλα στο κρεβάτι, το στόμα να θωπεύσει, μαζί νωχελικά να αγαπηθούνε. Δεν πρόλαβε…

View original post 189 more words