.
Κατάκοποι και συφοριασμένοι
από την ταλαιπωρία του χρόνου
Με πείνα για το κρουστό
Όμως ερχόμασταν με αναφιλητά
από τα έγκατα
Διψώντας των ματιών
τα καλλίρειθρα ποτάμια.
Η μνησιακακία των κομμένων
λουλουδιών
κι ο πόνος για το σφάλμα των άλλων
μια ξαφνική καταδίκη
πάνω στο στήθος.
Κι αν είναι η μοίρα μας το χώμα;
Εμείς συμβουλευόμαστε
τ’ αστέρια
Ανατινάσσοντας κουκούλια
γεμίζουμε το σύμπαν ελπίδα
που τη σηκώνουν πεταλούδες
με τα φτερά τους
που είναι η αγάπη.
.
.