.
Κρύβομαι καμιά φορά
και μυρίζω τον ίδιο μου το φόβο, σαν σκύλος.
Τότε.
Τις ώρες που περνάει η μπαμπόγρια
Αυτή που κλέβει τις ψυχές των τραγουδιών
Τις βάζει μέσα στον ασκό της σε σειρά.
Είναι έτσι καμωμένο το χούι της.
Έπειτα καμιά φορά
βάζει μέσα στα τυφλά το μαύρο της χέρι
Κι αρπάζει μια ψυχή-όποια λάχει.
Της αρέσει να τη στύβει μέσα στο κρασί της.
Και τότε ακούγεται από το επέκεινα
μια θλιβερή μουσική
-ένας απόηχος από ένα τραγούδι
Κανείς δεν ξέρει αν είναι αγόρι ή πουλί
ή κάποια ψυχή που πέταξε σε ουρανό ανέφελο
μια Κυριακή μεσημέρι
δίχως να αφήσει πίσω της
την ασημένια σκόνη της μνήμης
.
.
δροσερό και επώδυνο