.
Πάντα και πάντα τα φύλλα, τρελό βιβλίο που το ονομάζει ο καθένας με το θάμβος του.
Το τρένο ξεκίνησε με ακρίβεια βέλους, με σταθερότητα κιβωτού και με συνθήκες ξηρότητας. Οι θέσεις αριθμημένες παράξενα. Με προσθαφαιρέσεις και γράμματα. Μια ελαφρά ζάλη κατά την εκκίνηση. Κοιτώντας έξω, το τοπίο αλλάζει με συχνότητα ραπτομηχανής. Είναι κι αυτά τα κτίρια δηλητηριώδη και σιδερένια, που με γοτθικές πιρουνιές τρώνε λίγο λίγο τον ουρανό. Οι ραγάδες του φωτός πέφτουν επάνω στο βιβλίο και σκίζουν τις σελίδες που διαβάστηκαν. Τις σχίζουν και τις πετούν μέσα σε καταπακτές ρολογιών. Κανείς δεν το προσέχει, αν δεν ακονίσει πρώτα την αντηλιά του μυαλού του.
Δεν γνωρίζω αληθινά αν είμαι μέσα ή έξω από αυτό. Αν έχω συμβεί ή πρόκειται. (Πάντως με τρώει το χέρι μου, κι αυτό είναι δείγμα μιας δοσοληψίας. Θα δώσω ή θα πάρω, εξαρτάται πάντα από την έκβαση της τύχης.) Ο Πουαρό κάθεται απέναντί μου και τρώει ένα πρόβειο γιαούρτι. Με καθησυχάζει λέγοντάς μου πως ο ένοχος είναι αυτός. Πάντα αυτός. Το ήξερα κατά κάποιον τρόπο.
Ποτέ η διαδρομή Μιντ Κρος-Αλμωπία δεν μου είχε φανεί τόσο οξύμωρη. Το βραδινό φαγητό σερβιριζόταν το μεσημέρι. Τα ποτά της εκκίνησης, προσφορά του μηχανοδηγού, και τα μικροσκοπικά μαξιλαράκια τα οποία μας φιλοδώρησαν για την ανάπαυση του αυχένα είχαν μέσα τόσο αιχμηρά χαλίκια που πολλοί επιβάτες πέθαναν ακαριαία σχεδόν μόλις το τρένο ξεκίνησε. Τους έβαλαν στο τελευταίο βαγόνι με τα ποδήλατα. Αργότερα ανακάλυψαν πως τα ποδήλατα έλειπαν. Είχαν κάνει φτερά. Οι πιο ανθεκτικοί υπέφεραν οπωσδήποτε από φοβερούς πονοκεφάλους.
Το σύμπαν έξω μακροημέρευε και τα φερμουάρ των παραθύρων ανοιγόκλειναν σκίζοντας τα μάτια των ακοίμητων. Είναι που τα τοπία κινούνταν με πεντάλ και κάποιες εκκλησίες είχαν μουστάκια από ψαλμούς και αγίους στερεωμένους στα φωτοστέφανά τους, αιώνια κρεμασμένους στην ασυδοσία των πιστών.
Ας είναι…
Στις ώρες κοκτέιλ κανείς δεν λείπει και κανείς δεν φαντάζεται τον εαυτό του κάπου αλλού. Μετά τις οχτώ προσφέρεται σοκολάτα και ποτηράκια μασέλας. Δοχεία νυκτός μόνο στις γηραιές κυρίες του συλλόγου «Τσάι φεγγαριού στο πρεβαντόριο».
Σε κάποιο κουπέ φτερουγίζουν γεράκια από σαξόφωνο. Ένας μύστης των blues δουλεύει επάνω στην κοφτερή Σι. Έχει ανοίξει τα πνευμόνια του και φυτεύει γλαδιόλες. Τρέφει με αυτές τα γεράκια. Αλιγάτορες του ροκανίζουν τα νύχια, όμως δεν δείχνει να φοβάται. Στα μισά της διαδρομής πεθαίνει και με μια σεμνή τελετή τον ανεβάζουν στην οροφή του τρένου, τον καίνε και σκορπούν τη στάχτη του στον αέρα. Η μουσική, για έναν παράξενο λόγο, εξακολουθεί να ακούγεται. Σερβίρεται κονιάκ και ουίσκι με εξαιρετικά κουλουράκια πολέντας και βρώμης από την προγονική του γη. Tα βρήκαν μέσα στο σάκο του. Καμιά φορά συναντά κανείς στο πάτωμα σπασμένα νύχια του εκλιπόντος. Γίνονται θαυμάσια φυλακτά. Στο μεταξύ νυχτώνει με δικαιοσύνη. Ξημερώνει με προκοπή και μεσημεριάζει με σαρκασμό.
Έχουμε περάσει και το Σατώ Λεμπρέ, αφού πρώτα εγκωμιάσαμε συλλήβδην το λαμπρό του Πύργο και την καθαρότητά του. Ήταν τόσο καθαρός που νομίσαμε πως μας κάηκαν τα μάτια. Κάναμε είκοσι λεπτά κουράγιο μέχρι να μας προμηθεύσουν γυαλιά. Τα έφερε ένας υπάλληλος του δήμου με ραμμένα μάτια και συνάχι.
Ογδόντα δύο ώρες μάς χωρίζουν από την Αλμωπία. Ικανές για κάθε φυσικότητα. Όπως, ας πούμε, να συλλέξει κανείς μανικετόκουμπα κόβοντας τα χέρια των ανυποψίαστων ή να σχεδιάσει έναν πόλεμο. Οι βετεράνοι της θλίψης δεν είναι καλή παρέα ούτε οι βετεράνοι του κάρβουνου. Στην τελευταία τους εξόρυξη γίνανε όλοι πάμπλουτοι, και φορούν διαμαντένια δόντια. Κάνουν αυτήν τη διαδρομή μόνο και μόνο για να ιδρώσουν. Είναι καλό για τα ερεθισμένα νεύρα τους.
«Tο λάδι της παπαρούνας είναι κόκκινο», ακούστηκε να λέει κάποιος, και όλοι γέλασαν. Τ’ όνομά του ήταν Δαλάι, ήταν πέντε χρονών και καθόταν στη μοναδική θέση που ήταν για φαλακρούς· επάνω του ακριβώς έλαμπε ένα φωτάκι και μια επιγραφή αναβόσβηνε, «Ωμέlεγα», με λατινικά και ελληνικά γράμματα. Στο ωμέγα η πρόσκρουση του ήχου ήταν τόσο μεγάλη που το παιδί αιωρήθηκε για λίγο και κατόπιν έγινε παχύσαρκο και παχύρρευστο και η νοημοσύνη του άγγιξε το χίλια. Τότε πήρε πολλές μορφές που δεν προλαβαίναμε να τις αναγνωρίσουμε όλες. Είχαν ονόματα σε ταμπέλες σαν αυτές ακριβώς που κρεμούν στα αστυνομικά τμήματα στους κρατούμενους όταν τους φωτογραφίζουν.
Τότε ακριβώς μπήκαμε στο Τούνελ της Μαύρης Ώρας. Οι επιβάτες λύσανε τα κορδόνια τους και βγάλανε τα παπούτσια για να μπορούν να τρέξουν σ’ αυτή την ιδιότυπη άσκηση αλήθειας και θάρρους. Κράτησε περίπου τρία τέταρτα της ώρας και, όταν επανήλθαμε στο φυσικό φως, είχαμε όλοι γεράσει κατά δέκα χρόνια.
Κάποιες καλόγριες έβγαλαν τα κομποσκοίνια τους, είπαν λόγια αλμυρά και αμέσως μετά πέταξαν τα ράσα τους και πήδηξαν στο κενό. Ήταν η ώρα που περνούσε ένα γαλανό ποτάμι και τις πήρε. Τα γαλακτερά κορμιά τους φρεσκάρισαν την αύρα. Μόνο που εμείς δεν αισθανθήκαμε τίποτα.
Άρχισαν να μας ακολουθούν μαυροπούλια που είχαν γεννήσει στον πάγο τα αυγά τους. Χτυπούσαν τα τζάμια και ζητούσαν μήλα και τη συμπάθειά μας. Οπωσδήποτε τα «ξου, ξου» δεν υποδήλωσαν ποτέ το δεύτερο. Ήταν θαρρώ το χρώμα τους που μας αρρώσταινε. Τους χρεώναμε κακοτυχία. Αν και μερικοί –εμού συμπεριλαμβανομένης– τους πέταξαν κάτι φαγώσιμο. Νομίζω κάποιος πέταξε τον διπλανό του.
Η εποχή είχε πια γείρει επικίνδυνα και θύμιζε αλπικό παραμύθι. Mόλις περάσαμε μια παγωμένη λίμνη το τρένο έκανε κρούστα. Ο ελεγκτής εμφανίστηκε με μια μεζούρα στο χέρι. Έπρεπε να μας ξαναπάρει μέτρα. Πολλοί είχαν χάσει βάρος. Οι οργασμοί της βροχής θρυμμάτιζαν τα αυτιά των μεθορίων κι από τα βουνά κατρακύλησε ένα μεθυσμένο νερό ίσα για να μπει στα ρουθούνια του τρένου. Στην κοιλιά του πάγωνε εντελώς.
Το τελευταίο τρένο για την Αλμωπία φτάνει πάντα χιονισμένο. Το εσωτερικό του είναι φορτωμένο χιόνι και οι επιβάτες του ξεβράζονται κατεψυγμένοι σαν σαρδέλες μην ξέροντας αν πρέπει να βαδίσουν ή να κολυμπήσουν, σπάζοντας τα νεύρα του σταθμάρχη, που επείγεται. Επείγεται να παραδώσει ακόμα ένα τρένο στη φθορά. Στη φθορά της μεταμόρφωσης και των σκισμένων ματιών. Στην φθορά των καμένων, από τον πάγο, προσώπων.
Ένα βιβλίο ξεχασμένο στην θέση «Ωμέlεγα». Ένα άχρηστο βιβλίο. Οι σελίδες του είχαν σκιστεί όλες. Παρ’ όλα αυτά, όταν το τρένο θα ξεκινήσει πάλι, οι σελίδες θ’ αρχίσουν μεμιάς να γίνονται.
Σημείωση: Το Μιντ Κρος είναι αποκύημα φαντασίας, όπως και το Σατώ Λεμπρέ. Η Αλμωπία είναι επαρχία του νομού Πέλλας και όχι πόλη ή έστω πολίχνη, ώστε να υπάρχει ως σιδηροδρομικός προορισμός.
~Δημοσιευμένο στο Dip generation, ανθολογία πεζού και ποιητικού Λόγου , εκδ. ΘΡΑΚΑ 2016~
.
.