Σύλβια Πλαθ, Λαίδη Λάζαρος

Ans Markus (15).

Το έχω κάνει ξανά
κάθε δέκα χρόνια το κατορθώνω
μια φορά –

κάτι σαν θαύμα ζωντανό, το δέρμα μου
φωτεινό σαν ναζιστικό αμπαζούρ,
το δεξί μου πόδι

ένα πρές-παπιέ,
το πρόσωπό μου λείο, φίνο
εβραίου λινό

Τράβα το προσόψιο
ω εχθρέ μου.
Μήπως τον τρόμο προκαλώ;-

Η μύτη, οι κόγχες των ματιών, η τέλεια οδοντοστοιχία;
Η ξινή ανάσα
σε μια μέρα θα χαθεί.

Σύντομα, σύντομα η σάρκα
που καταβρόχθισε του τάφου η σπηλιά
πίσω σ’εμένα θα γυρίσει

και θα είμαι μια γυναίκα χαμογελαστή.
Είμαι μονάχα τριάντα,
και σαν τη γάτα μπορώ να πεθάνω εφτά φορές.

Αυτή είναι η νούμερο τρία.
Τι σπατάλη
να εκμηδενίζεις κάθε δεκαετία.

Μυριάδες νήματα.
Το πλήθος που μασουλά φιστίκια
στριμώχνεται να δει
να με ξετυλίγουν απ’την κορυφή ως τα νύχια-
το μεγάλο στριπτίζ.
Κυρίες και κύριοι

αυτά είναι τα χέρια μου
τα γόνατά μου.
Μπορεί να είμαι πετσί και κόκαλο,

είμαι όμως η ίδια, απαράλλακτη γυναίκα.
Την πρώτη φορά που μου συνέβη ήμουν ΄δεκα.
Ήταν ατύχημα.

Τη δεύτερη φορά είχα σκοπό
για πάντα να κρατήσει και να μη γυρίσω πίσω.
Σφάλισα σφιχτά

σαν όστρακο.
Με κάλεσαν ξανά και ξανά
κι από πάνω μου τράβηξαν τα σκουλήκια σαν κολλώδη μαργαριτάρια.

Το να πεθαίνεις
είναι μια τέχνη, όπως καθετί.
Κι εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά.

Το κάνω έτσι ώστε να μοιάζει κόλαση.
Το κάνω έτσι ώστε να μοιάζει αληθινό.
Έχω το χάρισμα, μπορείς να πεις.

Είναι εύκολο να το κάνεις μέσα σε ένα κελί.
Είναι εύκολο να το κάνεις και να μείνεις εκεί.
Αυτή όμως η θεαματική

επάνοδος στο άπλετο φως
στο ίδιο μέρος, στα ίδια πρόσωπα, στην ίδια βάρβαρη
εύθυμη κραυγή:

“Θαύμα!”
Με κάνει σκόνη.
Υπάρχει χρέωση

για τη θέαση των ούλων μου, υπάρχει χρέωση
για την ακρόαση της καρδιάς μου-
στ’αλήθεια χτυπάει.

Κι υπάρχει χρέωση, πολύ μεγάλη χρέωση
για μια λέξη, ένα άγγιγμα
μια στάλα αίμα

ένα κομματάκι απ’τα ρούχα ή τα μαλλιά μου.
Λοιπόν, λοιπόν, Herr Δόκτορα.
Λοιπόν,Herr Εχθρέ.

Είμαι το μεγαλούργημά σου,
είμαι το τιμαλφές σου,
το βρέφος από ατόφιο χρυσάφι

που λιώνει κι απομένει μια στριγκλιά.
Στριφογυρνώ και καίγομαι.
Μη νομίσεις πως τη μεγάλη σου έγνοια υποτιμώ.

Στάχτη,στάχτη-
σκαλίζεις κι αναδεύεις.
Σάρκα, κόκαλα. όλα χάθηκαν πια-

μια πλάκα σαπούνι,
μια βέρα,
ένα σφράγισμα χρυσό.

Herr Θεέ, Herr Εωσφόρε
φυλάξου
φυλάξου.

Μέσα απ’τη στάχτη
ανυψώνομαι με κόκκινα μαλλιά
τους άντρες κάνω μια χαψιά.

Μετάφραση : Κατερίνα Ηλιοπούλου
Άριελ ,εκδ. Μελάνι

Painting: Ans Markus.

.

.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s