.
Χάρισα τα προικιά και τα φουστάνια μου
σε κάτι επίμονους Αλιάκμονες
και με μια στροφή γύρω απ τη μέση μου
υπέκυψα στην χρεωλυσία του νερού.
Στα μαντήλια που μου ρίξαν’ οι αμούστακοι
κλητικά η φωνή μου έγραψε βοή
κατεβάζοντας απ τ όνομά μου τον ιδρώτα του θανάτου .
Ώρες υγρές που με κυβέρνησαν
μέχρι τα πόδια μου να γίνουνε σπηλιές
και η πικρή καρδιά του αρχιμάστορα να με χωνέψει.
Χάρισμα, χάρισμα τα σκοινιά ,
χάρισμα οι άλυσοι των οιμωγών.
Ανήμερα της φλέβας των βουνών
τα βρύα της βέρας έλυσα κι απομαγεύτηκα.
Εκατοπενήντα χρόνια πέτρινη.
.
.