Οι μητέρες περνάνε ήσυχα
ανάμεσα από τα τρόφιμα
και κιόσκια με βιβλία
Σοβαρές. Απρόσιτες
Σαν δέντρα που δείχνουν νύχτα το θάνατο
χωρίς σημασία.
Ήσυχα
το καροτσάκι τους σπρώχνουνε
σε πάγους κατανάλωσης
γνωστή γλιστερή σιωπή
από τόσους συγγενείς τους νεκρούς
σ’απρόσωπα νοσοκομεία
Φοράνε τα παπούτσια της κόρης τους
κι από μέσα δεν έχουν δάχτυλα,δεν έχουν πόδια
έναν ήχο βαθύ όταν ανασαίνουν βγάζουνε
σαν να βουλιάζουνε αιώνια
ασθματικά βαπόρια
Φοράνε τη ρόμπα της μάνας τους
καφέ μπαμπακερή με ανοιχτά γαλάζια λουλούδια
Σε κάθε ασήμαντη κίνηση
πεταλούδες σκόροι
απ’τις μασχάλες τους φεύγουνε
για να γεννήσουν αυγά
στα πλαστικά λουλούδια
Συχνά πολύ τρομάζουνε
σα ν’άκουσε κάποιος τη σκέψη τους
και το ρύζι με τρόμο αγκαλιάζουνε
σαν να σφίγγουν στα χέρια τους
το πρώτο κατοχικό πρησμένο μωρό τους
Τα χέρια τους τυχαία σκοντάφτουνε
σε κάποιο ακριβό σαμπουάν ή σε εξωτική κολόνια
Εκεί μένουν ακίνητες.Ευλαβικές
γιατί με την αφή αγγίξαν τη φθορά
που τους αφήνει η λύπη
Κοιτάνε γύρω αδιάφορα
με σύγκρυο ερωτικό
στα γρήγορα μέσα στην τσάντα τους
ανέλπιδες σερβιέτες ρίχνουνε
που δε θα χρησιμοποιήσουν
.
Κατερίνα Γώγου , Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών εκδ. Καστανιώτη 1988
.