Οι δρόμοι με θυμώσανε.
Οι γοργές αναπνοές
Οι πηλοί στα νύχια
Τα χαλίκια, τα κατράμια
Τα γούνινα καθαρματάκια που ρουφούσαν
Το φεγγάρι
Τα τσιγκέλια των δέντρων στην πλάτη
Το μαύρο μέταλλο που έβραζε από χάος κι από χάος
Το ξεραμένο μου λαρύγγι
Και στα πλευρά της Ανδρομέδας
Που ήταν μπηγμένη
Εκείνη η αποκριά του μυαλού
Τελικά ο επίλογος υπήρξε τροχοφόρος.
.
.