– Τί κάνεις εκεί κοριτσάκι μου; είπε η Νύχτα.
– Φυτεύω μανδραγόρες ,κυρία , στον αγρό.
-Και τί θα τους κάνεις εσύ τους μανδραγόρες κοριτσάκι μου;
-Τη ρίζα τους θα νανουρίζω να μην κλαίει μες το βαθύ σκοτάδι.
Κρέμασε καλή κυρία το φεγγάρι σου για σκιάχτρο..
-Σ’ αυτόν τον τόπο που φυτεύεις δεν ζούνε πια οι παιδικές ηλικίες. Και το χώμα
είναι νεκρό, δεν ανασαίνει. Γιατί δεν κάνεις δικό σου παιδί να το νανουρίζεις;
.
.
– Γιατί απ’ τη μεριά που έσπασε ο χρόνος ,καλή κυρία, ξεχύθηκε
μια πολυτάραχη βροχή κι εκεί που φιλιόντουσαν δυο δρόμοι χάθηκε το παιδί μου
κι ας του ‘χα ράψει επάνω στα μαλλιά του άνεμο
στις τσέπες σπόρους της αυγής και την αγάπη μου να γλείφει όταν διψάει.
Μην το ‘δες καλή κυρία; Φορούσε ακόμα τα ρούχα του τα παιδικά
και είχε βαμμένο το στόμα από σταφύλια και φιλιά
και στου μετώπου του το μάρμαρο
σημάδι έλαμπε του Αθώου.
Photos: Edith Lebeau, Beth Hoeckel
.
.